ιπποκάμπειος

ιπποκάμπειος
-α, -ο
αυτός που ανήκει στον εγκεφαλικό ιππόκαμπο: Ιπποκάμπεια σχισμή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιπποκάμπειος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εγκεφαλικό ιππόκαμπο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippocampal < hippo camp (πρβλ. ιππόκαμπος) + κατάλ. al, που στην ελλ. αποδίδεται με την ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”